Skip to content

Η Γερμανία στον δρόμο της απώλειας / Η εικοστή επέτειος της Ε.Ε. – του Αδάμ Γιαννίκου

June 17, 2012

«Ευημερία για όλους» ήταν το σύνθημα του Ludwig Erhard, αρχιτέκτονα του οικονομικού θαύματος της Γερμανίας (“Wirtschaftswunder”) μισό αιώνα πριν στη δεκαετία του ‘50. Πόσο νόημα έχει αυτή η φράση στο στόμα των σημερινών ηγετών Γερμανίας; Με τη λειτουργία της ευρωζώνης να τίθεται εν αμφιβόλω από ολοένα και περισσότερους οικονομικούς παράγοντες σε Ανατολή και Δύση, τίποτα δεν θυμίζει πως φέτος η Ευρώπη γιορτάζει τα είκοσι χρόνια από την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

.

Στην ιστορία του εικοστού αιώνα, τα είκοσι χρόνια υπήρξαν πάντα το διάστημα που μεσολαβούσε ανάμεσα στις πιο συγκρουσιακές και επαναστατικές στιγμές του. Από το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου μέχρι το ξέσπασμα του δεύτερου, από την Οκτωβριανή Επανάσταση και το τέλος του Β’ Παγκοσμίου πολέμου μέχρι τον Μάη του ‘68 κι από εκεί μέχρι την κατάρρευση του ανατολικού συνασπισμού και το περιώνυμο Τέλος της Ιστορίας, τα διακυβεύματα της εξουσίας γύρω από την Ευρώπη έμοιαζαν να εξαντλούνται σε διάστημα μικρότερο της μιας γενιάς.

Σήμερα, η Ευρώπη μπορεί να περηφανεύεται πως με την είσοδό της στη νέα χιλιετία είναι έτοιμη να τηρήσει και με το παραπάνω τις νεωτερικές της παραδόσεις. Στα πρωτοσέλιδα της 7ης Φεβρουαρίου 2012 διαβάζουμε: στον βρετανικό Guardian για «Οργή καθώς το δικαστήριο απελευθερώνει τον συνεργό του Μπιν Λάντεν», στο Έθνος με μεγάλα κεφαλαία γράμματα «Οι θυσίες σε μισθούς, συντάξεις, απολύσεις», στην αυστριακή Die Presse με φόντο σε γκρι ουρανό μια ελληνική και μια σημαία της Ε.Ε. «Ο χρόνος τελειώνει», στην πολωνική Rzeczpospolita «Δύο εκατομμύρια άνεργοι», στην România Libera «Κίνηση Μπασέσκου: ο αρχηγός των μυστικών υπηρεσιών διορίζεται πρωθυπουργός». Αλλά και στον πυρήνα της ευρωπαϊκής γνώμης, η Ευρώπη δεν γιορτάζει με τον τρόπο που υποθετικά θα ταίριαζε στην ημέρα αυτή. Στις γαλλικές εφημερίδες, ογδόντα μέρες πριν τις προεδρικές εκλογές κύριο θέμα ήταν η στήριξη της Άγκελα Μέρκελ στο πρόσωπο του Νικολά Σαρκοζί, με χαρακτηριστικό το σχόλιο της κομμουνιστικής LHumanite «Η Μέρκελ ψηφίζει Σαρκοζί» και τη Le Figaro να τιτλοφορείται «Σαρκοζί-Μέρκελ: σύμφωνο αντί-Ολάντ». Στη Γερμανία, η Süddeutsche Zeitung είχε φωτογραφία των καθιστών Μέρκελ-Σαρκοζί και κύριο τίτλο «Κοινή παρότρυνση από Βερολίνο και Παρίσι: Η Αθήνα να παραδώσει την κυριαρχία επί του προϋπολογισμού», ενώ στην Die Welt υπάρχει η φωτογραφία των ίδιων πρωταγωνιστών και μεγάλος τίτλος«Η Ευρώπη χάνει την υπομονή της με τους Έλληνες». Αν μη τι άλλο, μια πρώτη είδηση στην Αγγλία για την δίκη ισλαμιστή τρομοκράτη, μια πρώτη είδηση στην Ελλάδα για τις συνέπειες της λιτότητας, μια πρώτη είδηση στη Ρουμανία για άνθρωπο των μυστικών υπηρεσιών στην κυβέρνηση, μια πρώτη είδηση στη Γαλλία για συμμαχία ανάμεσα στους χριστιανοδημοκράτες ηγέτες του γαλλογερμανικού άξονα και πρώτη μια είδηση στη Γερμανία για την αφαίρεση κυριαρχίας από την Ελλάδα, όλα δείχνουν ότι είτε η ιστορία επαναλαμβάνεται ως φάρσα είτε ότι είκοσι χρόνια δεν είναι στην πραγματικότητα πολλά.

Υπογεγραμμένη την 7η Φεβρουαρίου 1992 η Συνθήκη του Μάαστριχτ ξεκινούσε κάπως έτσι: «Η παρούσα Συνθήκη διανοίγει νέα φάση στη διαδικασία μιας διαρκώς στενότερης ένωσης των λαών της Ευρώπης, στην οποία οι αποφάσεις λαμβάνονται όσο το δυνατόν πιο ανοικτά και όσο το δυνατόν εγγύτερα στους πολίτες». Πιστοί στο πνεύμα της παραπάνω διατύπωσης όπου εμφιλοχωρεί η φράση «όσο το δυνατόν», οι Ευρωπαίοι ηγέτες κάνουν τους τελευταίους μήνες σαφείς τις προθέσεις τους για το πώς αντιλαμβάνονται τα επόμενα είκοσι χρόνια της Ευρώπης.

 

Ενσωμάτωση ή αποβολή

 

Στις 28 Σεπτεμβρίου του 1992, το αμερικανικό περιοδικό Newsweek κυκλοφόρησε με τίτλο “Pounded!” και υπέρτιτλο “EuropeMoney Crisis”. Ελάχιστους μήνες πριν τεθεί η Συνθήκη του Μάαστριχτ σε εφαρμογή, ο μηχανισμός συναλλαγματικών ισοτιμιών του Ευρωπαϊκού Νομισματικού Συστήματος (ERM) κατέρρευσε, οδηγώντας τις νομισματικές αρχές της Μεγάλης Βρετανίας και της Ιταλίας να δηλώσουν την αποχώρηση εθνικών τους νομισμάτων -στερλίνας και της λιρέτας αντίστοιχα- από τον μηχανισμό.

Αυτή ήταν η δραματική κατάληξη μιας ιστορίας που ξεκίνησε στη Γερμανία και απλώθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη. Η Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας είχε βγει ενδυναμωμένη από τον μικρό εικοστό αιώνα και έδειχνε έτοιμη για μια νέα εποχή ηγεμονίας με θέσφατο τις οικονομικές επιταγές της δεκαετίας του ‘80, όπως παγιώθηκαν στα μεγάλα διεθνή κέντρα του καπιταλισμού με την πλήρη απελευθέρωση των χρηματοπιστωτικών αγορών και την αποδόμηση του μεταπολεμικού κεϋνσιανού κράτους. Το ευρωπαϊκό όραμα εκείνη την εποχή για την ενωμένη πια Γερμανία ήταν να ανοικοδομήσει την πρώην Ανατολική. Παρά τον ενθουσιασμό και την πατριωτική έξαρση των Γερμανών, αυτό δεν ήταν κάτι εύκολο.

Για να ανασχέσει την κατά κύματα εσωτερική μετανάστευση των ανατολικογερμανών στα δυτικά κρατίδια, η κυβέρνηση του Χέλμουτ Κολ σχεδίασε την ανταλλαγή του ανατολικού μάρκου με το σκληρό δυτικό μάρκο σε αναλογία 1 προς 1 για τα πρώτα 4000 μάρκα και 1:2 για μεγαλύτερα ποσά. Η γερμανική οικονομία είχε μπει σε φάση υπερθέρμανσης, καθώς η γερμανική κυβέρνηση αύξανε το έλλειμμά της δανειζόμενη δισεκατομμύρια για να ξαναχτίσει την ανατολική Γερμανία -ένα ποσό που έφτανε τα 160 δις ευρώ το χρόνο επί δέκα χρόνια σύμφωνα με τον Γκάμπορ Στάινγκαρτ της εφημερίδας Handelsblatt. Για να συγκρατήσει τον πληθωρισμό, η γερμανική κεντρική τράπεζα ανέβασε τα επιτόκια εννέα φορές μέσα σε δυο χρόνια. Το γερμανικό σχέδιο, όπως σημειώνει χαρακτηριστικά το Newsweek, δούλεψε καλά, καθώς ο πληθωρισμός περιορίστηκε ετησίως στο 2,5%. Αυτό, όμως, ήταν καταστροφικό για την ανταγωνιστικότητα των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες αναγκάστηκαν κι αυτές να αυξήσουν τα επιτόκια των εθνικών τους νομισμάτων εξαιτίας της πρόσδεσής τους στο μάρκο. «Η BanquedeFrance εκλιπαρούσε την Bundesbank για χαλάρωση, η Βρετανία βυθίστηκε στην ύφεση, ακόμα και οι ΗΠΑ θεωρούσαν ότι οι εξαγωγές τους στραγγαλίζονταν». Όλο το χρήμα πήγαινε στη Γερμανία που ξεκαθάριζε τους λογαριασμούς της με την ιστορία. Έτσι, βρέθηκαν οι Ευρωπαίοι να χρηματοδοτούν την γερμανική ενοποίηση, κάτι που εξηγεί γιατί Γάλλοι και Βρετανοί ήταν εξαρχής αντίθετοι σ’ αυτήν. «Όποια χώρα δεν της αρέσει, είναι ελεύθερη να φύγει απ’ το μάρκο και να βάλει τα επιτόκια που θέλει», ήταν η απάντηση του προέδρου της γερμανικής κεντρικής τράπεζας, Χέλμουτ Σλέσινγκερ.

Η πρώτη που το έκανε ήταν η Φινλανδία στις 8 Σεπτεμβρίου. Η σκανδιναβική χώρα βρισκόταν σε τρομακτική ύφεση, απότοκο μιας δεκαετίας ανάπτυξης με σκληρό νόμισμα και χρέη, με επιπλέον πρόβλημα την απούσα πλέον αγορά της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία στήριζε τις εξαγωγές της. Η γειτονική Σουηδία, η οποία είχε έως τότε ακολουθήσει σταθεροποιητική πολιτική για να αντιμετωπίσει την κρίση από την ανεξέλεγκτη έκρηξη της πιστωτικής επέκτασης στα τέλη του ‘80, αλλά τώρα δεχόταν κερδοσκοπικές επιθέσεις και κινδύνευε κι αυτή με ύφεση, με τις τιμές των ακινήτων να χάνουν μέσα σε ενάμιση χρόνο το 60% της αξίας τους, ανέβασε τα δικά της βραχυπρόθεσμα επιτόκια έως και 500%, αφήνοντας για πρώτη φορά ελεύθερη τη διακύμανση της σουηδικής κορόνας από το 1930. Το σουηδικό νόμισμα έχασε μέσα σε μερικούς μήνες πάνω από 20% της αξίας του και μια συνέπεια αυτής της κίνησης ήταν να ανέβουν οι εξαγωγές της χώρας στο 50% του ΑΕΠ (LeMonde, 11.5.2010). Οι εξελίξεις στην Ευρώπηέπαιρναν χαρακτήρα ντόμινο.

Η κίνηση της Γερμανίας να αυξήσει τα επιτόκιά της είχε φέρει και την Ιταλία σε δύσκολη θέση. Τα κερδοσκοπικά παιχνίδια στις χρηματαγορές οδηγούσαν σε ανατίμηση το ιταλικό νόμισμα, χτυπώντας την ιταλική ανταγωνιστικότητα. Η Bundesbank είχε αγοράσει τεράστια ποσά ιταλικών λιρών (ισοδύναμης αξίας 16 δις δολαρίων ΗΠΑ σύμφωνα πάντα με το Newsweek) για να στηρίξει την ισοτιμία του μάρκου έναντι του ιταλικού νομίσματος. Έτσι, η ιταλική κυβέρνηση δεν είχε άλλο περιθώριο από το να κάνει αυτό που ο για μόλις δύο μήνες πρωθυπουργός της, πιστός της πολιτικής σταθεροποίησης, αρνούνταν κατηγορηματικά: να υποτιμήσει τη λιρέτα. Στις 11 Σεπτεμβρίου 1992, ο Χέλμουτ Κολ επισκέπτεται την Bundesbank και στις 13 Σεπτεμβρίου, ημέρα Κυριακή, ανακοινώνεται η υποτίμηση της λίρας κατά 3,5% και η υποχώρηση των γερμανικών επιτοκίων. Ο ιταλός πρωθυπουργός δικαιολογήθηκε στην ιταλική κοινή γνώμη, λέγοντας ότι αυτό που συνέβη δεν ήταν ότι υποτιμήθηκε η λίρα αλλά ανατιμήθηκε το μάρκο. Για τον οικονομολόγο Μάριο Μόντι -ή όπως τον ξέρουμε σήμερα, τον τεχνοκράτη που ανέλαβε την πρωθυπουργία μετά την παραίτηση Μπερλουσκόνι- «ήταν μια βαριά ήττα για την ιταλική οικονομική πολιτική» (New York Times, 15.12.1992).

 

Ο Μαύρος Σεπτέμβρης

 

Ο ασκός του Αιόλου μόλις είχε ανοίξει, καθώς οι αγορές εξέλαβαν τη μικρή αυτή υποτίμηση ως ένδειξη πως κι άλλες χώρες θα ακολουθούσαν. Έτσι, παρά τις τρεις συνολικά υποτιμήσεις και τις συνεχείς αυξήσεις των ιταλικών επιτοκίων, οι κερδοσκοπικές επιθέσεις συνεχίζονταν αμείωτες. Η ισπανική πεσέτα ακολούθως κατέρρευσε, αλλά το μεγάλο μπαμ ήρθε πέρα από τη Μάγχη, εκεί όπου οι κερδοσκοπικές πιέσεις στη στερλίνα ανάγκασαν την κεντρική τράπεζα της Βρετανίας -χώρας με διπλά ελλείμματα όπως η Ιταλία που ήδη είχε πρόβλημα με την υποτίμηση του αμερικανικού δολαρίου- να εξαντλήσει τα συναλλαγματικά της αποθέματα για να εξισορροπήσει τη ζήτηση. Στις 16 Σεπτεμβρίου, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωσε το ανέβασμα του βασικού επιτοκίου από 10% σε 12% και 15% αλλά αυτό δεν εμπόδισε τους κερδοσκόπους να συνεχίζουν να πωλούν στερλίνες. Στην προοπτική του τεράστιου πολιτικού κόστους που θα είχε μια άμεση έκρηξη των επιτοκίων στα στεγαστικά δάνεια, η κυβέρνηση του Τζόν Μέιτζορ αποφάσισε να παραδοθεί και να εγκαταλείψει τον ERM. Εκείνη η Τετάρτη έμεινε γνωστή ως “Black Wednesday” και για τους Βρετανούς υπήρξε συνώνυμο της καταστροφής. Όμως, για τους βρετανούς ευρωσκεπτικιστές και, κυρίως, τους οπαδούς της Μάργκαρετ Θάτσερ ήταν απεναντίας μια “Golden Wednesday”, επειδή επέτρεψε την χάραξη ανεξάρτητης νομισματικής πολιτικής, βάζοντας την Βρετανία των τριών εκατομμυρίων έως τότε ανέργων σε αναπτυξιακή πορεία. Σημειωτέον πως τον Μαύρο Σεπτέμβρη της Ευρώπης, όπως ονομάστηκε εκείνος ο μήνας πριν είκοσι χρόνια, ο Τόνι Μπλερ μετρούσε σχεδόν μόλις δυο μήνες ως αρχηγός των Εργατικών κι ετοιμαζόταν για την μεγάλη επάνοδο των Εργατικών στο 10 της DowningStreet.

Η γερμανική εφημερίδα Express θα γράψει: «Η Bundesbank φεύγει νικήτρια από τη μάχη». Στην άλλη άκρη του Ατλαντικού, το Newsweek θα αποδώσει ευθύνες: «σχεδόν όλοι δείχνουν τη Bundesbank. Οι Γερμανοί, όμως, υπερασπίζονται σαν ένας την κεντρική τους τράπεζα, που συμβολίζει περισσότερο από κάθε άλλο θεσμό τα μεταπολεμικά κατορθώματα της χώρας τους». Αιτιολογώντας τις ηγεμονικές πρακτικές της Γερμανίας, παράγοντες της γερμανικής κεντρικής τράπεζας αντέτειναν ότι «μια ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα δεν θα ήταν αρκετά δραστήρια για να αντιμετωπίσει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού στην Ευρώπη». Οι αρθρογράφοι του αμερικανικού περιοδικού διαπίστωναν πως για τη Γερμανία «η νίκη ίσως αποδειχθεί πύρρειος. Η ύφεση την οποία έχουν επιβάλλει στην Ευρώπη οι σφιχτές οικονομικές πολιτικές της Bundesbank έχουν μετριάσει κατά πολύ τον ενθουσιασμό για την ευρωπαϊκή ενοποίηση. Δημοσκόπηση του Ιουλίου για τη Βρετανική εταιρεία MORI έδειξε ότι οι περισσότεροι πολίτες των τριών μεγάλων οικονομιών Γερμανίας, Βρετανίας, Γαλλίας, νομίζουν ότι το Μάαστριχτ θα τούς υποβαθμίσει σε ατομικό επίπεδο».

Για πολλούς το αρχικό πνεύμα του Μάαστριχτ είναι νεκρό. Κατά τον καθηγητή του Princeton, Πήτερ Κένεν, αυτό που θα μπορούσε να αντικαταστήσει τη συνθήκη που είχαν υπογράψει στις 7 Φεβρουαρίου 1992 τα δώδεκα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, ιδρύοντας την Ευρωπαϊκή Ένωση, θα ήταν «έξι από τις ισχυρότερες οικονομίες -Γερμανία, Ολλανδία, Δανία, Γαλλία, Λουξεμβούργο και Βέλγιο- να προχωρήσουν σε κοινό νόμισμα που οι υπόλοιποι να μπορούν να υιοθετήσουν εάν το επιθυμούσαν. Κάτι τέτοιο θα κατεύναζε την αυξανόμενη έχθρα για τον κυριαρχικό ρόλο της Γερμανίας στην ΕΕ». Για τον αμερικανό οικονομολόγο «μια ευρωπαϊκή κεντρική τράπεζα δεν θα ακολουθούσε τις μονεταριστικές πολιτικές που ακολούθησε η Bundesbank τα τελευταία δύο χρόνια. Θα είχε πιο ευρωπαϊκό βλέμμα».

Τα άλλα δύο σενάρια, σύμφωνα με τους αρθρογράφους του Newsweek, θα ήταν είτε οι υποστηρικτές του Μάαστριχτ να επιμείνουν περισσότερο, μιας και οι ευρωπαίοι πολιτικοί έπαιρναν θέση ισχυρά υπέρ της Συνθήκης σε σχέση με την ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, είτε οι συναλλαγματικές ισοτιμίες να αποσυνδεθούν από το μάρκο, κάτι που, όμως, θα αναιρούσε τον ίδιο τον σκοπό και χαρακτήρα της ευρωπαϊκής ενοποίησης. «Για τους Ευρωπαίους δεν υπάρχει άλλη επιλογή παρά να ξαναχτίσουν τον δεκατριάχρονο συναλλαγματικό μηχανισμό τους που τόσο καιρό τους έβγαζε ασπροπρόσωπους. Το εμπόριο εντός ΕΕ είναι τόσο ζωτικής σημασίας που κάνει τους περισσότερους Ευρωπαίους να πιστεύουν ότι αξίζει ο περιορισμός της μεταβλητότητας των συναλλαγματικών ισοτιμιών ακόμα κι αν αυτό σημαίνει να υποκλίνονται στην άποψη της Bundesbank για τον κόσμο».

 

Θα ήταν εξαιρετική ειρωνεία εκ μέρους της ιστορίας να επαναληφθούν οι ίδιες καταστάσεις διάλυσης και αποδόμησης του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο προσεχές φθινόπωρο.

 

Το καλοκαίρι πριν την καταιγίδα

Ποια άποψη θα επικρατήσει για τον κόσμο είκοσι χρόνια μετά την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Ένωσης; Θα ήταν εξαιρετική ειρωνεία εκ μέρους της ιστορίας να επαναληφθούν οι ίδιες καταστάσεις διάλυσης και αποδόμησης του ευρωπαϊκού κεκτημένου στο προσεχές φθινόπωρο. Η φράση «όσο το δυνατόν» μοιάζει να στοιχειώνει τους ευρωπαϊκούς λαούς οι οποίοι καλούνται να αποφασίσουν πάνω σε διαφορετικές αποχρώσεις της ίδιας πολιτικής λιτότητας που επιβάλει η οικονομική κοσμοθεωρία των Γερμανών Χριστιανοδημοκρατών και των συμμάχων τους στα ευρωπαϊκά οικονομικά επιτελεία. Οι δημοκρατικές διαδικασίες εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης φθείρονται από την επικράτηση μιας «όσο το δυνατόν» λύσης που defacto καταργεί την όποια προοπτική λύσης.

Στις ελληνικές εκλογές της 17ης Ιουνίου το διακύβευμα είναι ακριβώς αυτό. Η δογματική επιμονή στις πρόνοιες του μνημονίου που οδήγησαν τη χώρα με το ένα πόδι εκτός ευρωζώνης είναι πρόλογος μιας οριστικής της απομάκρυνσης. Η ιδέα ότι μπορεί να ανατραπεί η πορεία της ύφεσης και να επέλθει ανάπτυξη χωρίς πρώτα να έχει στηθεί ένας καθαρός και αποτελεσματικός φορολογικός και παραγωγικός μηχανισμός εμπίπτει περισσότερο στον τομέα της θεολογίας παρά σ’ αυτόν της πολιτικής οικονομίας. Όμως, ένας τέτοιος μηχανισμός αναμφίβολα κοστίζει ολοένα και περισσότερο όσο μια χώρα βυθίζεται στην ύφεση. Σ’ αυτόν τον φαύλο κύκλο, είναι απορίας άξιον πώς μπορεί το ορατό χέρι της πραγματικής οικονομίας να σκάψει, να εργαστεί και να εισπράξει όταν είναι στο γύψο ή όταν έχει μόλις βγει από αυτόν. (Φυσικά, οι παρομοιώσεις περί την ελληνική οικονομία είναι ανεξάντλητες, ώστε κάθε άποψη και ιδεοληψία να ικανοποιείται με τις δικές της ερμηνείες σε μια άχαρη ακολουθία αντεγκλήσεων). Διανύοντας τον πέμπτο συνεχόμενο χρόνο ύφεσης, η Ελλάδα έχει πλέον να αντιμετωπίσει χρέος που ξεπερνά το 160% του ΑΕΠ της. Οι πολιτικές λιτότητας της τροίκας που εφάρμοσαν κατά γράμμα οι ελληνικές κυβερνήσεις οδήγησαν στην νέκρωση μιας ήδη προβληματικής αγοράς με την ανεργία των νέων -απ’ τους οποίους ευελπιστεί κάθε κοινωνία να αναδείξει νέες ιδέες και το δυναμικό πρόσωπό της- να ξεπερνά το 50%. Όλα συγκλίνουν στο ότι η εσωτερική υποτίμηση δεν μπορεί και ούτε πρόκειται να λειτουργήσει κατά τον τρόπο που η Γερμανία την εφάρμοσε εντός της στις αρχές της περασμένης δεκαετίας για να καταστεί ανταγωνιστική.

Είναι η πραγματικότητα των αριθμών και το παράδειγμα του παρελθόντος που τελικά υποδεικνύουν τις αναγκαίες κατευθύνσεις μακριά από το ναρκοπέδιο της ύφεσης. Η πανάκεια του ανταγωνισμού υποδηλώνει μονάχα τις εξελισσόμενες διαδικασίες κινεζοποίησης των πιο αδύναμων οικονομιών που αναπόφευκτα ενσωματώνονται στους ισχυρότερους εταίρους από τους οποίους εξαρτώνται πλήρως οι εμπορικές συναλλαγές τους. Εγκλωβισμένες στις οικονομικές επιταγές μιας βιομηχανικής χώρας της οποίας το μέγεθος και η παραγωγή της επιτρέπουν με ένα σκληρό νόμισμα στα χέρια της να κάνει dumping, οι χώρες της περιφέρειας δείχνουν να έχουν ολότελα χάσει την εγχώρια αγορά τους.

Στην προηγούμενη δεκαετία, η φράση «Κοινό πεπρωμένο» (“Schicksalsgemeinschaft”) δεν στάθηκε από μόνη της ικανή να περιγράψει τα κέρδη από την κοινή πορεία των Ευρωπαίων. Το εμπορικό πλεόνασμα της Γερμανίας σε σύγκριση με το υπόλοιπο της Ε.Ε. αυξήθηκε από 46,481 δισεκατομμύρια ευρώ το 2000 σε 126,577 το 2007 (για να πέσει στα 54,639 δις το 2011). Στο ίδιο διάστημα, το ετήσιο εμπορικό έλλειμμα της Ελλάδας σε σχέση με αυτό της Γερμανίας αυξήθηκε από 3 δις ευρώ σε 5,5 δις, της Ιταλίας διπλασιάστηκε από 9,6 δις σε 19,6 δις, της Ισπανίας σχεδόν τριπλασιάστηκε από 11 δις σε 27,2 δις, και της Πορτογαλίας τετραπλασιάστηκε από 1 δις σε 4,2 δις (Eurostat, Foreign Affairs, 17.11.2011). Ο οποιοσδήποτε ευρωπαίος κεντρικός τραπεζίτης θα ήταν, προφανώς, ικανοποιημένος από τις δημοσιονομικές επιδόσεις της Γερμανίας όπου μεταξύ 2001 και 2009 η τελική συνολική κατανάλωσή έπεσε από 78,5% του ΑΕΠ σε 74,5%, ενώ το ακαθάριστο ποσοστό αποταμίευσής αυξήθηκε από περίπου 19% του ΑΕΠ σε σχεδόν 26% κατά τη διάρκεια της ίδιας περιόδου. Άξιο αναφοράς είναι, βεβαίως, το γεγονός πως η γερμανική οικονομία στις αρχές της προηγούμενης δεκαετίας κάθε άλλο παρά βρισκόταν σε θέση υπεροχής και πως το 2003 μαζί με τη Γαλλία πρωτοστάτησαν στην υπέρβαση του ελλείμματος. Χαρακτηριστικά, δυο χρόνια μετά ο Economist έγραφε στο editorial του που ήταν αφιερωμένο στη γερμανική οικονομία: «Όλα ακούγονται καταθλιπτικά σαν μια επανάληψη της ίδιας παλιάς ιστορίας». Εν όψει εκλογών, ο τότε καγκελάριος Γκέρχαρντ Σρέντερ είχε να αντιμετωπίσει ένα 11,6% ανεργίας και μηδενική ανάπτυξη. Παρόλα αυτά, ο Economist έκανε λόγο για μια “surprisingeconomy”, προκρίνοντας την ανάγκη για ανάκτηση της εσωτερικής ζήτησης που ήταν κι ο «αδύναμος κρίκος» της (20-26.8.2005). Ήταν η εποχή που ανέτειλε το άστρο της Άγκελα Μέρκελ, η οποία από την αντιπολίτευση ζητούσε αύξηση των φόρων και περισσότερες «μεταρρυθμίσεις» στην αγορά εργασίας.

Έκτοτε, ο ανταγωνισμός λειτούργησε υπέρ της Γερμανίας, που πήρε τη μερίδα του λέοντος και στις εκτός Ε.Ε. εξαγωγές (βλ. πίνακα Eurostat), και οι Βρετανοί αρθρογράφοι δικαιώνονται για τις προβλέψεις τους. Η αλήθεια είναι ότι η Γερμανία κατάφερε να αντιγράψει -τηρουμένων των αναλογιών και όχι απολύτως επιτυχημένα για τα δεδομένα του γερμανικού εθνικισμού- το παράδειγμα των ΗΠΑ, να ανοίξει δηλαδή τις κλειστές οικονομίες της ευρωπαϊκής ενδοχώρας, να κυριαρχήσει στις αγορές της, να αντλήσει από τα αποταμιευτικά αποθέματα των χωρών της περιφέρειας διασφαλίζοντας την ισχύ του ευρώ, να αναδιαμορφώσει το θεσμικό πλαίσιο των χωρών όπου επικρατούσε κρατικός παρεμβατισμός εναντίον των εθνικών της συμφερόντων και να εδραιώσει την ηγεμονική της θέση στον τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών, πουλώντας στην ουσία προστασία ή -σε μια πιο ήπια διατύπωση- διαμορφώνοντας σχέσεις εξάρτησης σε χώρες οι οποίες σε καμιά περίπτωση δεν θα άντεχαν με τα δικά τους χρηματοπιστωτικά εργαλεία τον ανταγωνισμό από τις αναδυόμενες οικονομίες του αναπτυσσόμενου κόσμου. Η καθολική επικράτησή των γερμανικών εξαγωγών εντός κι εκτός Ε.Ε. έναντι των εταίρων της καθιστούσε ασύμφορη την όποια προσπάθεια ανάκτησης της εσωτερικής αγοράς αλλά και απέκλειε τις δυνατότητες αναθέρμανσης της ελληνικής οικονομίας από μία πιθανή παγκόσμια ανάκαμψη. Η Γερμανία έθεσε, έτσι, τις βάσεις ενός ακήρυχτου ταξικού πολέμου μιας και οι συνέπειες των παραπάνω πολιτικών ήρθαν να προστεθούν και να ενισχύσουν τις τάσεις συρρίκνωσης του ΑΕΠ που εμφανίστηκαν μετά το 2008 στην ευρωζώνη, με ό,τι κόστος εξακολουθεί να έχει αυτό για τη στήριξη των οικονομικά αδύναμων στρωμάτων.

Μπορεί η Ελλάδα να ελπίζει πως στα επόμενα είκοσι χρόνια ο ανταγωνισμός θα λειτουργήσει υπέρ της; Το ερώτημα είναι ρητορικό και ο Σεπτέμβρης απέχει μονάχα ένα καλοκαίρι. Η διαπραγματευτική ικανότητα της νέας κυβέρνησης θα δείξει αν η όποια συμφωνία αποτελέσει συνθήκη ευημερίας ή άλλη μια ανακωχή από τις τόσες στη μεταφυσική των εικοσαετών κύκλων της Ευρώπης.

.

No comments yet

Leave a comment